Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κάμποσες φορές

  • 1 несколько

    несколько κάμποσοι, μερικοί· \несколько человек κάμποσοι άνθρωποι· \несколько раз κάμποσες φορές· в \несколькоих словах με λίγα λόγια
    * * *
    κάμποσοι, μερικοί

    не́сколько челове́к — κάμποσοι άνθρωποι

    не́сколько раз — κάμποσες φορές

    в не́скольких слова́х — με λίγα λόγια

    Русско-греческий словарь > несколько

  • 2 раз

    раз м 1) η φορά· один \раз μια φορά· всякий \раз κάθε φορά; несколько \раз κάμποσες φορές· в первый \раз την πρώτη (или για πρώτη) φορά· в другой \раз άλλη φορά 2) (при счёте ) ένα
    * * *
    м
    1) η φορά

    оди́н раз — μια φορά

    вся́кий раз — κάθε φορά

    не́сколько раз — κάμποσες φορές

    в пе́рвый раз — την πρώτη ( или για πρώτη) φορά

    в друго́й раз — άλλη φορά

    2) ( при счёте) ένα

    Русско-греческий словарь > раз

  • 3 несколько

    нескольк||о I
    числ. μερικοί, κάμποσοι:
    прошло \несколько лет πέρασαν κάμποσα χρόνια· \несколько человек μερικοί ἀνθρωποί \несколько раз κάμποσες φορές· в \несколькоих словах μέ λίγα λόγια
    несколько II
    нареч (в некоторой степени) κάπως, λίγο, κομμάτι:
    он был \несколько удивлен ἀπόρησε λίγο· \несколько да́льше λίγο πιό μακρυά.

    Русско-новогреческий словарь > несколько

  • 4 выдержать

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. αντέχω, βαστώ, κρατώ σηκώνω•

    лед -ит танк ο πάγος θα βαστάξει το τανκ•

    мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει.

    2. αντέχω, υπομένω, υποφέρω ανέχομαι•

    руки не -ат τα χέρια δεν θ’ αντέξουν•

    такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε•

    выдержать пытки αντέχω τα βασανιστήρια•

    выдержать осаду αντέχω στην πολιορκία•

    она не -ла и засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια•

    выдержать экзамены πετυχαίνω στις εξετάσεις•

    новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή.

    3. κρατώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει•

    выдержать вино κρατώ κρασί να παλιώσει.

    4. διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.
    εκφρ.
    выдержать несколько изданий – εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετικότητα)•
    выдержать паузу – κάνω σκόπιμα παύση στο λόγο•
    выдержать роль – τηρώ απαρέγκλιτα•
    выдержать характер – κρατώ σταθερό χαρκτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > выдержать

  • 5 несколько

    αριθμ. ποσοτ. κάμποσοι, μερικοί•

    несколько раз κάμποσες φορές•

    в -их местах σε μερικά μέρη•

    по -ку από κάμποσο•

    в -их словах με λίγα λόγια, κοντολογής.

    επίρ.
    μερικώς, εν μέρει, λίγο, κατά τι ως ένα βαθμό•

    несколько отвлечься от основой темы απομακρύνομαι λίγο από το κύριο θέμα•

    сделать несколько больше κάνω κάτι παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > несколько

См. также в других словарях:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»